Η λέξη επικοινωνία προέρχεται από τη λατινική λέξη «communis» που σημαίνει «κοινή». Επομένως, επικοινωνία σημαίνει ανταλλαγή ιδεών από κοινού. «Όταν επικοινωνούμε», εξηγεί ο Wibur Schramn, «προσπαθούμε να εδραιώσουμε μία «κοινοκτημοσύνη» με κάποιον. Δηλαδή προσπαθούμε να μοιραστούμε πληροφορίες, μία ιδέα ή μία στάση. Η ουσία της επικοινωνίας είναι να ενωθούν ο δέκτης και ο αποστολέας μαζί για ένα συγκεκριμένο μήνυμα».
Σύμφωνα με το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, επικοινωνία σημαίνει «η μετάδοση, η έκφραση ή η ανταλλαγή ιδεών, γνώσεων, κ.λπ., είτε με ομιλία, είτε με γραφή, είτε με σημάδια». Η επικοινωνία συμβαίνει όταν ένα άτομο μεταφέρει πληροφορίες και κατανόηση σε ένα άλλο άτομο. Αναφέρεται στην ανταλλαγή ιδεών, συναισθημάτων, γνώσεων, και πληροφοριών μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
Υπάρχει επικοινωνία όταν μιλάμε ή ακούμε κάποιο άλλο άτομο. Για παράδειγμα, ένας/μία εκπαιδευτικός, ενώ δίνει μία διάλεξή, επικοινωνεί με τους/τις μαθητές/μαθήτριες. Αλλά εάν μιλάει ή γράφει σε μία γλώσσα που δεν είναι κατανοητή στους/τις μαθητές/μαθήτριες, τότε δεν υπάρχει επικοινωνία. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, ο/η συγγραφέας επικοινωνεί μαζί μας. Επικοινωνία όμως δεν σημαίνει μόνο γραπτά ή προφορικά μηνύματα.
Περιλαμβάνει οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μεταφερθούν τα νοήματα από το ένα άτομο στο άλλο, π.χ. η κίνηση των χειλιών ή το κλείσιμο του ματιού ή το κούνημα των χεριών, όλα αυτά μπορούν μερικές φορές να μεταφέρουν περισσότερο νόημα από τις γραπτές ή προφορικές λέξεις. Στην πραγματικότητα, η επικοινωνία είναι η διαδικασία μεταφοράς μηνυμάτων από ένα άτομο σε ένα άλλο, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά. Στη διοίκηση επιχειρήσεων, ιδέες, στόχοι, εντολές, εκκλήσεις, παρατηρήσεις, οδηγίες, προτάσεις, κ.λπ., πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ του διοικητικού προσωπικού και των υφισταμένων τους που λειτουργούν σε διάφορα επίπεδα του οργανισμού με σκοπό τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρηματικών πολιτικών.